Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο πίνακας



Προσπέρασα βιαστικά το καλοκαίρι και βγήκα χωρίς ντροπή στον χειμώνα. Να μπορούσα να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω. Να γινόταν να σε ξαναγνώριζα από την αρχή. Να ξανάκουγα το πρώτο κουδούνισμα του τηλεφωνήματός σου, να είχα και πάλι την γαλήνη στην ψυχή μου με το άκουσμα της φωνής σου. 
Όχι θησαυρέ μου δεν είναι έκκληση απελπισίας, είναι η φωνή της αγάπης, της αδυναμίας να δεχτώ ό,τι με κανέναν τρόπο δεν θέλεις να είμαι στην ζωή σου, με κανέναν τρόπο ούτε έστω και ως φίλη δεν θέλεις να δεχθείς τα ευεργετικά αποτελέσματα της αγάπης μου. Μια γυναίκα που αγάπησε, δεν εγκλημάτησε, συγχώρησέ τη και άσε να σου δώσει ό,τι μπορεί. 
Όλα τα απελπισμένα καλέσματά της έπεφταν στο κενό. Τον εκλιπαρούσε για ώρες να μην την πετάξει από τη ζωή του όπως μια νοικοκυρά θα πέταγε την τρίχα από το ζυμάρι. Μάταια όμως. Εκείνος απών αλλά πάντα παρών. 
Τον είχε πονέσει, τον είχε αγαπήσει, τον είχε ποθήσει και ήταν πάντα περήφανη για κείνον. Οι δημιουργίες του, οι πίνακές του ήταν πάντα μια αποκάλυψη γι'αυτήν. Της φανέρωναν κομμάτια της ψυχής και της ζωής του και τους φύλαγε πάντα σε μέρη αγαπημένα. Αυτόν το άνθρωπο τον είχε αγαπήσει με όλη την δύναμη της ψυχής της και δεν εννοούσε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τον αγνοεί και να παριστάνει πως δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή της. 
Εκείνος ήταν και θα είναι η αγάπη της. Θέλει να γνωρίζει πως περνάει, να μοιραστεί τα βάσανά του, να τον κάνει να χαμογελάσει. Δεν ζητάει πολλά. Να την αφήσει να νοιάζεται. Στο κάτω κάτω δεν είχε κάνει κανένα κακό. Μόνο τον εαυτό της θα έβλαπτε αν χρειαζόταν όχι εκείνον. Εκείνον ποτέ. 
Ίσως να μην πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια αγάπη αλλά εκείνη ήταν η ζωντανή απόδειξη. Μόνο να ακούσει τη φωνή του. Το να της την στερεί ίσως ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία που κάποιος θα μπορούσε να της επιβάλλει. Ήθελε να παραβρεθεί στην έκθεση με τα έργα του αλλά εκείνος της είχε ζητήσει να μην έχουν καμιά επικοινωνία πλέον. 
Έριξε κάτι πρόχειρο πάνω της και πετάχτηκε ως εκεί. Να τον νοιώσει, να κρυφοκοιτάξει από την τζαμαρία τους όμορφους πίνακες που μερικούς από αυτούς γνώριζε ότι κάποτε τους έφτιαξε για κείνην. Το τελευταίο έργο του στόλιζε τον κεντρικό τοίχο και ήταν όμορφο και ιδιαίτερο όπως κάθε τι που δημιουργούσε. Αχ και να ξερε πόσο κοντά του ήταν. Μια αναπνοή. Αχ και νά' ξερε πόσο τον αγαπά. 
Δεν μπορούσε να του πει η να του γράψει το παραμικρό. Ήταν συγκεκριμένος. Δεν θέλω καμιά επικοινωνία μαζί σου. 
Εντάξει σκέφτηκε αποφασισμένη. Δεν θα επικοινωνήσω με κανέναν τρόπο. Αυτό μπορείς να μου το επιβάλεις. Όμως δεν μπορείς να μου επιβάλεις να μη σε αγαπώ και να μην σε νοιάζομαι. Είμαι κι εγώ ένα δυστυχισμένο πλάσμα που παριστάνει την χαμογελαστή κερένια κούκλα. Μόνο η φωνή σου μου φέρνει ευτυχία κι εσύ μου την στερείς. 
Ας είναι. Έσκυψε το κεφάλι για να μην την αναγνωρίσουν και πέρασε τρέχοντας απέναντι. Είχε αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες άρχισαν να βρέχουν το ρούχο της, τα μακριά της μαλλιά και να εισχωρούν από την πληγή μέσα στην καρδιά της. 
Θα τον αγαπούσε μέχρι τον θάνατο, θα τον αγαπούσε όσα χρόνια κι αν περνούσαν, θα τον αγαπούσε κι ας την φώναζαν τρελή. Είχε αγαπήσει τις πληγές του, είχε αγαπήσει την ψυχή του και αυτό δεν τελειώνει ποτέ...Η αγάπη είναι παντοτινή...ως το τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου