Λίγα ενδιαφέροντα βιογραφικά
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολικής Ρωμυλίας). Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά, και το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην αισθητική και τη νεοελληνική φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκε καθηγητής στο Γ΄ Γυμνάσιο του Πειραιά. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας (δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση πραγματοποίησε το 1933). Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ως παράδειγμα της αντεθνικής δράσης των μεταρρυθμιστών Παιδαγωγών ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. (Πηγή ΕΚΕΒΙ)
*** Πολλοί υπόστηρίζουν ότι γεννήθηκε το 1884 αλλά υπάρχει η δική του μαρτυρία στην εφημερίδα Ριζοσπάστης: "Μερικοί θέλουν να με κάνουν ένα χρόνο νεώτερο, λέγοντας πως γεννήθηκα το 1884, ενώ εγώ γεννήθηκα το 1883".
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Το ποίημα "Οι μοιραίοι" είναι το δημοφιλέστερο του Βάρναλη και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα καλύτερα δείγματα του νεοελληνικού λυρισμού. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μαύρος Γάτος" το 1922, χρονιά σημαδιακή για την εξέλιξη του ποιητή. Τότε ο Βάρναλης εκδίδει τη συλλογή "Το Φως που Καίει", με την οποία ξεκινάει η νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία.
Το ποίημα περιγράφει την αθλιότητα της ζωής των μοιραίων, δηλαδή των ανθρώπων εκείνων που έχουν αποδεχτεί την άσχημη μοίρα τους και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν.
Παραθέτω το χειρόγραφο του ποιητή, ο οποίος αφιερώνει το ποίημα αυτό σε έναν φίλο του, τον Δημήτρη Χαριτάτο.
Κώστας Βάρναλης: Οι Μοιραίοι
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε το 1964 από τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύτηκε από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μια μοναδική ομολογουμένως ερμηνεία. Αυτή η μελοποίηση έγινε με αφορμή του εορτασμού των ογδόντα ετών του Κώστα Βάρναλη.
Το μόνο αδύναμο σημείο αυτής της μελοποίησης, είναι το ότι το ποίημα δεν τραγουδιέται ολόκληρο. Ο Μίκης Θεοδωράκης αναγκάστηκε να προβεί σε περικοπές λόγω χρόνου. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι το εξής:
Τον επόμενο χρόνο, το 1955, ο Χρήστος Χαιρόπουλος μελοποιεί κι αυτός τους Μοιραίους και μάλιστα καλεί τον Κώστα Βάρναλη και την σύζυγό του σπίτι του για να ακούσει το τραγούδι. Πράγματι αυτή η ηχογράφηση έγινε με την πολύ μελωδική και ζεστή φωνή του Γιάννη Μάνου.
Το ύφος αυτού του τραγουδιού είναι πολύ διαφορετικό από το δωρικό στυλ του Θεοδωράκη και την αξεπέραστη ερμηνεία του Μπιθικώτση, αλλά έχει την αξία του λόγω αυτής της αντίθεσης της λυρικής μελωδίας με τον σκληρό ρεαλισμό των στίχων και των εικόνων του Βάρναλη. Πάντως έστω και με αυτόν τον τρόπο ο αριστερός Βάρναλης εισχώρησε στα αστικά σαλόνια της εποχής του.
Το παραθέτω αφού κατάφερα να το βρω μετά από αρκετή έρευνα, με δική μου οπτικοποίηση που ξεκινά με την αφήγηση του ποιήματος από τον ίδιο τον ποιητή.
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΣ
ΟΠΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ
Δεν παραλείπω φυσικά να παραθέσω και την αρχική και πιο γνωστή μελοποίηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε απαγγελία του αξέξαστου Μάνου Κατράκη.
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Το κτήνος είναι και κωφόν.
Στα χαρτιά του Βάρναλη βρέθηκε και ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση του
Φωτός που καίει, όπως το είχε δώσει στον πρωθυπουργό Μιχαλακόπουλο κάποιος
καλοθελητής, γεμάτο υποτιμητικά και δήθεν αγανακτισμένα σχόλια, για να
τιμωρήσει τον Βάρναλη. Ο Γ. Κατσίμπαλης, συγγενής του πρωθυπουργού, συνηγόρησε
υπέρ του Βάρναλη, κι ο Μιχαλακόπουλος του έδωσε το επίμαχο αντίτυπο, κι αυτός
το χάρισε στον Βάρναλη. Η φωτογραφία του εξωφύλλου, με τα χειρόγραφα σχόλια του
εθνικόφρονα, όπως δημοσιεύεται στην έκδοση του Κέδρου:
Τα χειρόγραφα σχόλια λένε τα εξής:
Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον
Σχολήν του Γληνού.
Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε
τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από
της σελίδος 61 μέχρι τέλους.
Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι
μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον! (μαλλιαρός=δημοτικιστής)
Να σημειώσω ότι ο Βάρναλης ήταν πράγματι βαρήκοος, ενώ ο
χαρακτηρισμός Βουλγαρικόν κτήνος μάλλον εννοεί το ότι ο
Βάρναλης είχε γεννηθεί στην Ανατολική Ρωμυλία (και όχι ότι ήταν αριστερός μια
και το 1925 δεν έλεγαν Βούλγαρους τους κομμουνιστές). Κατά τα άλλα, η
εθνικοφροσύνη έσκιζε τα ρούχα της για τον εκτός των συνόρων ελληνισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου