Με μια αλυσίδα στο χέρι και ένα κοχύλι στο λαιμό προχώρησε στο διάδρομο του σπιτιού. Με το κοχύλι αφουγκραζόταν τη θάλασσα της αγάπης της και με την αλυσίδα ήταν δεμένη στις συνήθειές της που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Αυτές την κρατούσαν στη γη. Την διατηρούσαν στο επιθυμητό ύψος να μην ανοίξει τα φτερά της και πετάξει σαν άγγελος στον ουρανό. Εκεί στο βάθος του διαδρόμου είδε όλη της τη ζωή. Όλη της την αγάπη. Όλη της την ύπαρξη να τρέμει και να πάλλεται, να νοιώθει ζωντανή, να νοιώθει επιθυμητή, να νοιώθει γυναίκα.
Είναι απίστευτος ακρωτηριασμός να αισθάνεται ότι δεν την θέλουν τώρα πια. Συνήθισε να δίνει και να δίνεται. Ήταν ο σκοπός της μίζερης ζωής της. Μιας ζωής μικρής και λίγης που την μεγάλωσε ο έρωτας, την έθρεψε το φιλί, την θέριεψε το χάδι.
Εκεί στη μέση του διαδρόμου, στην μέση του πιο απρόσωπου σημείου του σπιτιού της, έγειρε και ξάπλωσε να ξαναθυμηθεί πως είναι να σε αγαπούν. Να ξανανιώσει όμορφη, να ξαναζήσει το όνειρο.
Η ζωή είναι λίγη και η δική της πιο λίγη και μικρή σαν έναν κόκκο άμμου σε απέραντο ωκεανό θλίψης. Παρηγοριά της οι κιμωλίες. Τις πιάνει και τις σφίγγει ώσπου να γίνουν σκόνη και να χαθούν όπως χάθηκαν οι ελπίδες της. Τις πήρε η θάλασσα τις έκανε κύματα που έσκασαν στα βράχια. Τα Μακρά Τείχη ακόμη στέκονται μακάρια, ατενίζοντας αγέρωχα την δυστυχία της.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου