Καθώς μασούλαγε ένα κομμάτι ψωμί που το είχε κόψει με τα χέρια πρόχειρα, η Κλειώ θέλησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά στα εισερχόμενα μηνύματά της. Είχε μέρες να καθίσει στον υπολογιστή της. Εκεί μπορεί να συγκεντρώνεται και να ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου χωρίς να την πάρει κανείς είδηση. Φεύγει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Με το enter ξεκινούσε πάντα το ταξίδι, με το delete σταματούσε κι άρχιζε η επιστροφή της στο τώρα, το εδώ. Πόσες φορές δεν είχε ταξιδέψει στην αγκαλιά του. Μπορούσε να δει σχεδόν καθαρά το σπίτι του, το σαλόνι, εκεί που έπινε το καφεδάκι του, το μπαλκόνι του που κοιτούσε την ανοιχτή θάλασσα. Ήταν σίγουρη πως μύριζε την θάλασσα. Ήταν σίγουρη πως την έβλεπε καθώς κι εκείνα τα μεγάλα φορτηγά πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι. Έβλεπε με τα δικά του μάτια, δύο μάτια πολύ αγαπημένα και ξεχωριστά που την κοιτούσαν με αγάπη. Το ταξίδι συνεχιζόταν μέσα από μελωδίες και από τις μελωδίες έφτανε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του τα είχε λατρέψει πριν λατρέψει τον ίδιο, πριν καν τον γνωρίσει. Σε μια φωτογραφία τυχαία τον είχε δει στέκεται χαμογελαστός αλλά εκείνη είχε προσέξει τα χέρια του. Της θύμιζαν πολλά. Την δύναμη που εκείνη δεν είχε. Ήταν δυνατά τα χέρια του και ήταν σίγουρη πως ανήκαν σε έναν άντρα που θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε κάθε δυσκολία. Της θύμιζαν την ζεστή αγκαλιά που είχε ανάγκη. Να κουρνιάσει μέσα τους και να μην μπορεί κανείς να την βγάλει από εκεί μέσα. Σαν φτερούγες ήταν τα χέρια του. Ναι! θα ήταν ο φύλακας άγγελός της. Κάθε φορά που είχε ανάγκη να κρυφτεί από τον κόσμο, εκείνος θα της άπλωνε τα χέρια του και θα την έκρυβε μέσα στις φτερούγες του. Κι άλλα πολλά της θύμιζαν. Την αγάπη που δεν είχε, την παρότρυνση που της έλειπε, το κουράγιο που χρειαζόταν. Να υπάρχουν άραγε άγγελοι; Σκέφτηκε. Κι αν υπάρχουν γιατί να επιλέξουν εκείνη; Τι είχε το τόσο ξεχωριστό για να της κάνουν την τιμή; Το γαλάζιο ταξίδι της συνεχιζόταν για ώρες όταν τον σκεφτόταν. Οι ώρες πετούσαν σαν πουλιά χωρίς να νοιάζονται για τους δείκτες του ρολογιού. Πάντα της έκανε εντύπωση αυτό. Όσο άκουγε την φωνή του ένιωθε αυτήν την ζεστασιά στην καρδιά της που με κανέναν άλλον τρόπο δεν μπορούσε να νιώσει.
"Ο Σαμαράς δεν δέχεται να βάλει την υπογραφή του σε τέτοιο κατάπτυστο κείμενο" ακούστηκε σχεδόν ουρλιάζοντας η δημοσιογράφος στην τηλεόραση. Η Κλειώ τινάχτηκε απότομα, χύνοντας τον καφέ της πάνω στο γραφείο και ρίχνοντας κάτω το ποντίκι. Μα τι στο καλό; Τι συνέβη πάλι; Σόνια μου τι έκανες;
Το στρουμπουλό άσπρο κουταβάκι της, ένα μαλλιαρό παιχνιδιάρικο μπαλάκι, η μοναδική της συντροφιά σε αυτό το τεράστιο σπίτι, είχε πατήσει με τα ποδαράκια του το τηλεκοντρόλ και αυξήθηκε η ένταση του ήχου. Εκτός από το κατάλληλο κουμπάκι, είχε πατήσει και για τα όνειρά της το delete....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου