Βούλιαξε στον κατακόκκινο καναπέ δίπλα στη φωτιά που σιγόκαιγε, έκλεισε τα μάτια και άφησε την ψυχή της να περιπλανηθεί στον χρόνο. Η Κλειώ το είχε αυτό το χάρισμα από παιδί. Όλα τα όνειρά της τα ζούσε στην πραγματικότητα. Έφτιαχνε διαλόγους, έντυνε τους ήρωές της με τα χρώματα που ήθελε, επέλεγε τα σκηνικά που της ταίριαζαν και όλα αυτά χωρίς να κοιμάται. Πόσες φορές δεν είχε φανταστεί τον εαυτόν της μεγάλη αρτίστα στο Χόλιγουντ να καταχειροκροτείται από το κοινό, καθώς υποκλινόταν με την ολόλευκη μακριά τουαλέτα της. Πάντα φορούσε άσπρα στα όνειρά της. Ίσως γιατί η ζωή την είχε βάλει να φοράει συνέχεια μαύρα στο δικό της σενάριο. Και η ψυχή της φορούσε μαύρα όταν έχανε ένα ένα στα στηρίγματα στην ζωή της. Όπως ένα σπιτικό που έχει απομείνει χωρίς στυλοβάτες μόνο με τα θεμέλια και την σκεπή να χάσκει. Έτσι ήταν. Ήξερε πως ήταν δυνατή. Έτσι την ήθελαν όλοι γύρω της. Η Κλειώ; Έλεγαν. Αυτή είναι σκυλί. Θα τα καταφέρει. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι έκρυβε καλά ένα φοβισμένο κοριτσάκι μέσα της και του απαγόρευε να εμφανίζεται στους ξένους. Η ψυχή της ήταν ένα μικρό Κωσταλέξι. Το κακοποιούσε το κοριτσάκι αυτό. Το μάλωνε, το άφηνε νηστικό μέσα στο σκοτάδι. Κι όταν εκείνη χαλάρωνε κι αφηνόταν νωχελικά, εκείνο το άτιμο ξετρύπωνε από κει μέσα και έφτιαχνε τις δικές του ιστορίες. Όλες μεγαλόπρεπες σε αντίθεση με την μίζερη ζωή του.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Ξετρύπωσε και έφερε στο φως την χαμένη αγάπη της Κλειούς, λες και ήθελε να την εκδικηθεί για την περιφρόνηση της. Την έκανε να τον φανταστεί, να τον ονειρευτεί. Και ήταν μια πολύ ζωντανή ονειροφαντασιά αφού μύριζε σχεδόν το άρωμά του στον αέρα.
Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς, θα σκύψω νωχελικά στην αγκαλιά σου και θα σιγοτραγούδώ κρατώντας στο χέρι ένα τσιγάρο από τα δικά σου, τα βαριά. Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς και ότι έχει λιακάδα σ'αυτό το σκοτεινό δωμάτιο που βασιλεύει η σιωπή και η παρουσία σου.
- Είδες εκείνο το σπουργίτη στο παράθυρο; θα σε ρωτήσω γεμάτη απορία και θα σταθώ ανασηκωμένη ψάχνοντάς το με το βλέμμα μου.
Θα κάνω απόψε ότι με χρειάζεσαι. Πνιχτά γελάκια που κρύβουν τον πόνο θα διακόπτουν τις απόκρυμνες σκέψεις σου. Εκεί σκαρφαλώνω κατάκοπη κάθε νύχτα. Σήμερα θα κάνω ότι δεν πονάω, έτσι κι αλλιώς με αγαπάς.
Θα κάνω απόψε ότι σου έλειψα. 'Οτι γύρισα από το μακρινό μου ταξίδι και στόλισες το σπίτι τριαντάφυλλα και γαρδένιες για να με υποδεχτείς. Τι χαρούμενο έδειχνε το πρόσωπό σου! Τι χαρούμενη ήμουν που με έσφιγγες και με στροβίλιζες στο δωμάτιο!
-Άναψα το τζάκι θα σου πω κρατώντας δύο ποτήρια με κονιάκ που σου αρέσει.
Θα κάνω απόψε πως με κοίταξες σα να με ποθούσες, σαν να ήμουν και πάλι εγώ ο έρωτάς σου Σα να ήμουν εγώ το δάκρυ στα μάτια σου, η αγωνία στο μέτωπό σου.
Ευτυχώς σήμερα βρέχει! Είχε καιρό να βρέξει, θα σου πω δίνοντάς σου την ομπρέλλα πριν ξεκινήσεις για το γραφείο.
Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς και ότι θα μ'ονειρευτείς στον βαθύ σου ύπνο, ότι είμαι η σκιά στο προσκεφάλι σου.
Θα κάνω απόψε ότι σ 'αγαπώ....
Mε τις σκέψεις αυτές αποκοιμήθηκε. Εκεί δίπλα του. Εκείνος συνέχιζε να καπνίζει το τσιγάρο του και υστερα σηκώθηκε αργά αργά για να μην την ξυπνήσει, την σκέπασε με το σάλι που της είχε γλιστρήσει στο χαλί και πήγε στην κρεββατοκάμαρα….
Άννα Ρεντζεπέρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου