Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ

Κοντά και μακρυά. Ποιος είναι εκείνος που μετρά τις αποστάσεις; Ποιος είναι ο ειδικός με το μέτρο στα χέρια; 
Κουραστήκαμε να ρωτάμε διαδρομές, να λογαριάζουμε χιλιόμετρα και να διαβάζουμε χάρτες. 
Τόσο μακρυά και τόσο κοντά. Ένα βήμα, μία ανάσα, μια δρασκελιά την ώρα του ονείρου, όταν υψώνεται ο ήλιος μας και χάνεται το σκοτάδι. 
Αποστάσεις. Καταστάσεις. Περιστάσεις. Τόσο κοντά και τόσο μακρυά. Όσο να περάσει ο ανήμπορος απέναντι. Αιώνας χωρίς βοήθεια. Μια ζωή. 
Οι νίκες μας αλογάριαστες, ξαστοχισμένες και κλειδωμένες σε μπαούλο με θύμισες. 
Προσπάθησα κι εγώ να λογαριάσω τη απόσταση από το βλέμμα σου. Πολύ μεγάλη διαδρομή, απροσπέλαστη. Η διαδρομή του σχοινοβάτη.
 Έκανα να υπολογίσω πόσο απέχεις με τη φωνή σου. Ένα άγγιγμα, ένα γέλιο. 
Κοντά και μακρυά. Ποιος είναι εκείνος που μετρά τις αποστάσεις; 

Άννα Ρεντζεπέρη

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Καληνύχτα...για τον δρόμο το φιλί...να προσέχεις.... Ένα υπέροχο τραγούδι του αξέχαστου Μάνου


Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα...ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει.
Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.
Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν.. 




Στο ακρογιάλι της ουτοπίας... ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μια χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους.
Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν.
Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται.
Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
Ολότελα. Για πάντα.
Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία. Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή.
Έτσι για να μπορούνε δηλαδή, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά...



Αν ήταν όλα αλλιώς.... ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας... Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει... Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε... Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι... Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους. Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες... Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση...
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν... Αν...
Αν ήταν όλα... αλλιώς! Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας; 

ΑΝ ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ - ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ 
ΒΙΝΤΕΟ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ



Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Καληνύχτα...

Ποτέ δεν θα κουραστώ να σου λέω καληνύχτα, να σου δίνω ένα φιλί για τον δρόμο και να σου λέω να προσέχεις. Ας μη με βλέπεις... Πάντα θα είμαι δίπλα σου....

Ο πίνακας



Προσπέρασα βιαστικά το καλοκαίρι και βγήκα χωρίς ντροπή στον χειμώνα. Να μπορούσα να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω. Να γινόταν να σε ξαναγνώριζα από την αρχή. Να ξανάκουγα το πρώτο κουδούνισμα του τηλεφωνήματός σου, να είχα και πάλι την γαλήνη στην ψυχή μου με το άκουσμα της φωνής σου. 
Όχι θησαυρέ μου δεν είναι έκκληση απελπισίας, είναι η φωνή της αγάπης, της αδυναμίας να δεχτώ ό,τι με κανέναν τρόπο δεν θέλεις να είμαι στην ζωή σου, με κανέναν τρόπο ούτε έστω και ως φίλη δεν θέλεις να δεχθείς τα ευεργετικά αποτελέσματα της αγάπης μου. Μια γυναίκα που αγάπησε, δεν εγκλημάτησε, συγχώρησέ τη και άσε να σου δώσει ό,τι μπορεί. 
Όλα τα απελπισμένα καλέσματά της έπεφταν στο κενό. Τον εκλιπαρούσε για ώρες να μην την πετάξει από τη ζωή του όπως μια νοικοκυρά θα πέταγε την τρίχα από το ζυμάρι. Μάταια όμως. Εκείνος απών αλλά πάντα παρών. 
Τον είχε πονέσει, τον είχε αγαπήσει, τον είχε ποθήσει και ήταν πάντα περήφανη για κείνον. Οι δημιουργίες του, οι πίνακές του ήταν πάντα μια αποκάλυψη γι'αυτήν. Της φανέρωναν κομμάτια της ψυχής και της ζωής του και τους φύλαγε πάντα σε μέρη αγαπημένα. Αυτόν το άνθρωπο τον είχε αγαπήσει με όλη την δύναμη της ψυχής της και δεν εννοούσε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τον αγνοεί και να παριστάνει πως δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή της. 
Εκείνος ήταν και θα είναι η αγάπη της. Θέλει να γνωρίζει πως περνάει, να μοιραστεί τα βάσανά του, να τον κάνει να χαμογελάσει. Δεν ζητάει πολλά. Να την αφήσει να νοιάζεται. Στο κάτω κάτω δεν είχε κάνει κανένα κακό. Μόνο τον εαυτό της θα έβλαπτε αν χρειαζόταν όχι εκείνον. Εκείνον ποτέ. 
Ίσως να μην πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια αγάπη αλλά εκείνη ήταν η ζωντανή απόδειξη. Μόνο να ακούσει τη φωνή του. Το να της την στερεί ίσως ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία που κάποιος θα μπορούσε να της επιβάλλει. Ήθελε να παραβρεθεί στην έκθεση με τα έργα του αλλά εκείνος της είχε ζητήσει να μην έχουν καμιά επικοινωνία πλέον. 
Έριξε κάτι πρόχειρο πάνω της και πετάχτηκε ως εκεί. Να τον νοιώσει, να κρυφοκοιτάξει από την τζαμαρία τους όμορφους πίνακες που μερικούς από αυτούς γνώριζε ότι κάποτε τους έφτιαξε για κείνην. Το τελευταίο έργο του στόλιζε τον κεντρικό τοίχο και ήταν όμορφο και ιδιαίτερο όπως κάθε τι που δημιουργούσε. Αχ και να ξερε πόσο κοντά του ήταν. Μια αναπνοή. Αχ και νά' ξερε πόσο τον αγαπά. 
Δεν μπορούσε να του πει η να του γράψει το παραμικρό. Ήταν συγκεκριμένος. Δεν θέλω καμιά επικοινωνία μαζί σου. 
Εντάξει σκέφτηκε αποφασισμένη. Δεν θα επικοινωνήσω με κανέναν τρόπο. Αυτό μπορείς να μου το επιβάλεις. Όμως δεν μπορείς να μου επιβάλεις να μη σε αγαπώ και να μην σε νοιάζομαι. Είμαι κι εγώ ένα δυστυχισμένο πλάσμα που παριστάνει την χαμογελαστή κερένια κούκλα. Μόνο η φωνή σου μου φέρνει ευτυχία κι εσύ μου την στερείς. 
Ας είναι. Έσκυψε το κεφάλι για να μην την αναγνωρίσουν και πέρασε τρέχοντας απέναντι. Είχε αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες άρχισαν να βρέχουν το ρούχο της, τα μακριά της μαλλιά και να εισχωρούν από την πληγή μέσα στην καρδιά της. 
Θα τον αγαπούσε μέχρι τον θάνατο, θα τον αγαπούσε όσα χρόνια κι αν περνούσαν, θα τον αγαπούσε κι ας την φώναζαν τρελή. Είχε αγαπήσει τις πληγές του, είχε αγαπήσει την ψυχή του και αυτό δεν τελειώνει ποτέ...Η αγάπη είναι παντοτινή...ως το τέλος.

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Και μη μας τρομάζουν φως μου οι πληγές,στις χρυσές στιγμές μας πλάι και αυτές...Καληνύχτα αγάπη μου, φιλί για τον δρόμο και προσεκτικά


Η φυλακή



Πλησίασε στο σπασμένο παράθυρο. Η φυλακή της ήταν τώρα ανοιχτή. Ήταν σχεδόν ελεύθερη. Ένα βήμα την χώριζε από τη ζωή και τον κόσμο. Πέρασαν πολλές σκέψεις από το μυαλό της. Μήπως ήταν παγίδα; Θα επιβίωνε εκεί έξω; Θα της άρεσε; Κι αν έβρισκε τον έρωτα ξανά; Κι αν τον ξαναέχανε; Πόσες απώλειες θα μετρούσε, πόσες απώλειες θα άντεχε; 
Η οικογένειά της ριζωμένη στην Αττική γη, παρίστανε το λίπασμα στα δέντρα του Υμηττού...Η αγάπη της χαμένη και αγκυροβολημένη σε κάποιο λιμάνι και η καρδιά της, ξεχαρβαλωμένο παιχνίδι στα πόδια των περαστικών πλάι σε χωματερές και σκουπίδια. Εκεί την είχε πετάξει η ζωή και ο έρωτας...Στα σκουπίδια. Της ζήτησαν να μη μιλά, την έπνιξαν στη σιωπή και την βούτηξαν φιμωμένη στη θάλασσα. Έπρεπε να πνίξει τα παράπονα και τους καημούς της...Αυτά άλλωστε κανέναν δεν θα ενδιέφεραν.
Ποιος κυβερνά τη ζωή της; Γεννήθηκε για να αγαπά αλλά ποιον; Ποιος θα της απλώσει το χέρι στην ζωή και θα της κλείσει με νόημα το μάτι; Ποιος θα συνωμοτήσει μαζί της στην ευτυχία; Κανείς. Οι ευτυχισμένες στιγμές θέλουν μόχθο. Κανείς δεν νοιάζεται να μοχθήσει γι'αυτήν, ούτε μια μικρή θυσία δεν αξίζει. Και γιατί να αξίζει; Αν άξιζε η ζωή δεν θα της στερούσε τόσα...Δεν θα της στερούσε την μοναδική της αγάπη. 
Συνήλθε ξαφνικά από τις σκέψεις και αποφάσισε γρήγορα. Ξανάδεσε τα χέρια και τα πόδια της στις αλυσίδες και  κάθισε στη γωνιά της φυλακής της. Δεν είχε να πάει πουθενά. Όλη η ζωή της ήταν μέσα κει. Δεν είχε κουράγιο πια να τρέξει μακριά. Χωρίς το απλωμένο του χέρι που έσφιγγε με δύναμη το δικό της δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Ήσυχα κορίτσι μου είπε στην καρδιά της. Θα ξαναμάθεις να χτυπάς αργά και κουρασμένα. Θα συνηθίσεις. 
Όταν θα έρθουν οι φρουροί να τους πει για το παράθυρο. Πρέπει να αλλάξουν το σπασμένο τζάμι και να βάλουν σιδεριά. Οι δουλειές πρέπει να γίνονται σωστά...
Αποχαιρέτησε όλες της τις αναμνήσεις και άρχισε να φαντάζεται πως θα κάνει πιο όμορφη τη φυλακή της. Μήπως να χάραζα το όνομα του στους τοίχους; Σκέφτηκε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.... 

...Τόση αγάπη δεν μπορείς... Να γράφεις να τηλεφωνείς...


Μάρω Βαμβουνάκη



Το δικό μου το πολύ πως να χωρέσει στο δικό σου το λίγο! Κι οι δυο μας δυσανασχετούσαμε δικαιολογημένα.
Όμως μέσα σ’ αυτό το λίγο σου, σ’ αυτό το περιορισμένο σου, είχα την κακοτυχία να διακρίνω σκιές περαστικές που με πυρπόλησαν. Σκιές του απέραντου. 
Ό,τι κι αν σου πω δεν θα σου μεταδώσω αυτό που μ’ έκανε να σε θέλω έτσι. Το απέραντο είναι άπιαστο, απερίγραπτο, ακαθόριστο... 

(Σε ευχαριστώ φίλη μου για το κείμενο που μου έστειλες...)

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Μπάνιο στο πιο απίθανο σημείο! Η φωτογραφία που τράβηξα με αγάπη...


Γιατί υπάρχουν κι άτομα...που γίνονται κομμάτια...Καληνύχτα αγάπη μου...φιλί για τον δρόμο και να προσέχεις...

Η μαγεία της φύσης που όμως δεν γαληνεύει την ψυχή μου


Ο διάδρομος



Με μια αλυσίδα στο χέρι και ένα κοχύλι στο λαιμό προχώρησε στο διάδρομο του σπιτιού. Με το κοχύλι αφουγκραζόταν τη θάλασσα της αγάπης της και με την αλυσίδα ήταν δεμένη στις συνήθειές της που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Αυτές την κρατούσαν στη γη. Την διατηρούσαν στο επιθυμητό ύψος να μην ανοίξει τα φτερά της και πετάξει σαν άγγελος στον ουρανό. Εκεί στο βάθος του διαδρόμου είδε όλη της τη ζωή. Όλη της την αγάπη. Όλη της την ύπαρξη να τρέμει και να πάλλεται, να νοιώθει ζωντανή, να νοιώθει επιθυμητή, να νοιώθει γυναίκα. 
Είναι απίστευτος ακρωτηριασμός να αισθάνεται ότι δεν την θέλουν τώρα πια. Συνήθισε να δίνει και να δίνεται. Ήταν ο σκοπός της μίζερης ζωής της. Μιας ζωής μικρής και λίγης που την μεγάλωσε ο έρωτας, την έθρεψε το φιλί, την θέριεψε το χάδι. 
Εκεί στη μέση του διαδρόμου, στην μέση του πιο απρόσωπου σημείου του σπιτιού της, έγειρε και ξάπλωσε να ξαναθυμηθεί πως είναι να σε αγαπούν. Να ξανανιώσει όμορφη, να ξαναζήσει το όνειρο. 
Η ζωή είναι λίγη και η δική της πιο λίγη και μικρή σαν έναν κόκκο άμμου σε απέραντο ωκεανό θλίψης. Παρηγοριά της οι κιμωλίες. Τις πιάνει και τις σφίγγει ώσπου να γίνουν σκόνη και να χαθούν όπως χάθηκαν οι ελπίδες της. Τις πήρε η θάλασσα τις έκανε κύματα που έσκασαν στα βράχια. Τα Μακρά Τείχη ακόμη στέκονται μακάρια, ατενίζοντας αγέρωχα την δυστυχία της.....

Πάντα αφιερωμένο σε μένα....