Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΑΓΑΠΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2ο

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ 
ΒΙΝΤΕΟ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ
Αγάπη τι δύσκολο πράγμα!!!!

ENTER - DELETE


Καθώς μασούλαγε ένα κομμάτι ψωμί που το είχε κόψει με τα χέρια πρόχειρα, η Κλειώ θέλησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά στα εισερχόμενα μηνύματά της. Είχε μέρες να καθίσει στον υπολογιστή της. Εκεί μπορεί να συγκεντρώνεται και να ταξιδεύει σε όλα τα μέρη του κόσμου χωρίς να την πάρει κανείς είδηση. Φεύγει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Με το enter ξεκινούσε πάντα το ταξίδι, με το delete σταματούσε κι άρχιζε η επιστροφή της στο τώρα, το εδώ. Πόσες φορές δεν είχε ταξιδέψει στην αγκαλιά του. Μπορούσε να δει σχεδόν καθαρά το σπίτι του, το σαλόνι, εκεί που έπινε το καφεδάκι του, το μπαλκόνι του που κοιτούσε την ανοιχτή θάλασσα. Ήταν σίγουρη πως μύριζε την θάλασσα. Ήταν σίγουρη πως την έβλεπε καθώς κι εκείνα τα μεγάλα φορτηγά πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι. Έβλεπε με τα δικά του μάτια, δύο μάτια πολύ αγαπημένα και ξεχωριστά που την κοιτούσαν με αγάπη. Το ταξίδι συνεχιζόταν μέσα από μελωδίες και από τις μελωδίες έφτανε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του τα είχε λατρέψει πριν λατρέψει τον  ίδιο, πριν καν τον γνωρίσει. Σε μια φωτογραφία τυχαία τον είχε δει στέκεται χαμογελαστός αλλά εκείνη είχε προσέξει τα χέρια του. Της θύμιζαν πολλά. Την δύναμη που εκείνη δεν είχε. Ήταν δυνατά τα χέρια του και ήταν σίγουρη πως ανήκαν σε έναν άντρα που θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα σε κάθε δυσκολία. Της θύμιζαν την ζεστή αγκαλιά που είχε ανάγκη. Να κουρνιάσει μέσα τους και να μην μπορεί κανείς να την βγάλει από  εκεί μέσα. Σαν φτερούγες ήταν τα χέρια του. Ναι! θα ήταν ο φύλακας άγγελός της. Κάθε φορά που είχε ανάγκη να κρυφτεί από τον κόσμο, εκείνος θα της άπλωνε τα χέρια του και θα την έκρυβε μέσα στις φτερούγες του. Κι άλλα πολλά της θύμιζαν. Την αγάπη που δεν είχε, την παρότρυνση που της έλειπε, το κουράγιο που χρειαζόταν. Να υπάρχουν άραγε άγγελοι; Σκέφτηκε. Κι αν υπάρχουν γιατί να επιλέξουν εκείνη; Τι είχε το τόσο ξεχωριστό για να της κάνουν την τιμή; Το γαλάζιο ταξίδι της συνεχιζόταν για ώρες όταν τον σκεφτόταν. Οι ώρες πετούσαν σαν πουλιά χωρίς να νοιάζονται για τους δείκτες του ρολογιού. Πάντα της έκανε εντύπωση αυτό. Όσο άκουγε την φωνή του ένιωθε αυτήν την ζεστασιά στην καρδιά της που με κανέναν άλλον τρόπο δεν μπορούσε να νιώσει. 
"Ο Σαμαράς δεν δέχεται να βάλει την υπογραφή του σε τέτοιο κατάπτυστο κείμενο" ακούστηκε σχεδόν ουρλιάζοντας η δημοσιογράφος στην τηλεόραση. Η Κλειώ τινάχτηκε απότομα, χύνοντας τον καφέ της πάνω στο γραφείο και ρίχνοντας κάτω το ποντίκι. Μα τι στο καλό; Τι συνέβη πάλι; Σόνια μου τι έκανες; 
Το στρουμπουλό άσπρο κουταβάκι της, ένα μαλλιαρό παιχνιδιάρικο μπαλάκι, η μοναδική της συντροφιά σε αυτό το τεράστιο σπίτι, είχε πατήσει με τα ποδαράκια του το τηλεκοντρόλ και αυξήθηκε η ένταση του ήχου. Εκτός από το κατάλληλο κουμπάκι, είχε πατήσει και για τα όνειρά της το delete....

ΘΑ ΚΑΝΩ ΑΠΟΨΕ ΟΤΙ Μ' ΑΓΑΠΑΣ


Βούλιαξε στον κατακόκκινο καναπέ δίπλα στη φωτιά που σιγόκαιγε, έκλεισε τα μάτια και άφησε την ψυχή της να περιπλανηθεί στον χρόνο. Η Κλειώ το είχε αυτό το χάρισμα από παιδί. Όλα τα όνειρά της τα ζούσε στην πραγματικότητα. Έφτιαχνε διαλόγους, έντυνε τους ήρωές της με τα χρώματα που ήθελε, επέλεγε τα σκηνικά που της ταίριαζαν και όλα αυτά χωρίς να κοιμάται. Πόσες φορές δεν είχε φανταστεί τον εαυτόν της μεγάλη αρτίστα στο Χόλιγουντ να καταχειροκροτείται από το κοινό, καθώς υποκλινόταν με την ολόλευκη μακριά τουαλέτα της. Πάντα φορούσε άσπρα στα όνειρά της. Ίσως γιατί η ζωή την είχε βάλει να φοράει συνέχεια μαύρα στο δικό της σενάριο. Και η ψυχή της φορούσε μαύρα όταν έχανε ένα ένα στα στηρίγματα στην ζωή της. Όπως ένα σπιτικό που έχει απομείνει χωρίς στυλοβάτες μόνο με τα θεμέλια και την σκεπή να χάσκει. Έτσι ήταν. Ήξερε πως ήταν δυνατή. Έτσι την ήθελαν όλοι γύρω της. Η Κλειώ; Έλεγαν. Αυτή είναι σκυλί. Θα τα καταφέρει. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι έκρυβε καλά ένα φοβισμένο κοριτσάκι μέσα της και του απαγόρευε να εμφανίζεται στους ξένους. Η ψυχή της ήταν ένα μικρό Κωσταλέξι. Το κακοποιούσε το κοριτσάκι αυτό. Το μάλωνε, το άφηνε νηστικό μέσα στο σκοτάδι. Κι όταν εκείνη χαλάρωνε κι αφηνόταν νωχελικά, εκείνο το άτιμο ξετρύπωνε από κει μέσα και έφτιαχνε τις δικές του ιστορίες. Όλες μεγαλόπρεπες σε αντίθεση με την μίζερη ζωή του.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ. Ξετρύπωσε και έφερε στο φως την χαμένη αγάπη της Κλειούς, λες και ήθελε να την εκδικηθεί για την περιφρόνηση της. Την έκανε να τον φανταστεί, να τον ονειρευτεί. Και ήταν μια πολύ ζωντανή ονειροφαντασιά αφού μύριζε σχεδόν το άρωμά του στον αέρα.
Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς, θα σκύψω νωχελικά στην αγκαλιά σου και θα σιγοτραγούδώ κρατώντας στο χέρι ένα τσιγάρο από τα δικά σου, τα βαριά. Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς και ότι έχει λιακάδα σ'αυτό το σκοτεινό δωμάτιο που βασιλεύει η σιωπή και η παρουσία σου. 
- Είδες εκείνο το σπουργίτη στο παράθυρο; θα σε ρωτήσω γεμάτη απορία και θα σταθώ ανασηκωμένη ψάχνοντάς το με το βλέμμα μου. 
Θα κάνω απόψε ότι με χρειάζεσαι. Πνιχτά γελάκια που κρύβουν τον πόνο θα διακόπτουν τις απόκρυμνες σκέψεις σου. Εκεί σκαρφαλώνω κατάκοπη κάθε νύχτα. Σήμερα θα κάνω ότι δεν πονάω, έτσι κι αλλιώς με αγαπάς. 
Θα κάνω απόψε ότι σου έλειψα. 'Οτι γύρισα από το μακρινό μου ταξίδι και στόλισες το σπίτι τριαντάφυλλα και γαρδένιες για να με υποδεχτείς. Τι χαρούμενο έδειχνε το πρόσωπό σου! Τι χαρούμενη ήμουν που με έσφιγγες και με στροβίλιζες στο δωμάτιο!
-Άναψα το τζάκι θα σου πω κρατώντας δύο ποτήρια με κονιάκ που σου αρέσει. 
Θα κάνω απόψε πως με κοίταξες σα να με ποθούσες, σαν να ήμουν και πάλι εγώ ο έρωτάς σου Σα να ήμουν εγώ το δάκρυ στα μάτια σου, η αγωνία στο μέτωπό σου. 
Ευτυχώς σήμερα βρέχει! Είχε καιρό να βρέξει, θα σου πω δίνοντάς σου την ομπρέλλα πριν ξεκινήσεις για το γραφείο.
Θα κάνω απόψε πως μ'αγαπάς και ότι θα μ'ονειρευτείς στον βαθύ σου ύπνο, ότι είμαι η σκιά στο προσκεφάλι σου. 
Θα κάνω απόψε ότι σ 'αγαπώ....
Mε τις σκέψεις αυτές αποκοιμήθηκε. Εκεί δίπλα του. Εκείνος συνέχιζε να καπνίζει το τσιγάρο του και υστερα σηκώθηκε αργά αργά για να μην την ξυπνήσει, την σκέπασε με το σάλι που της είχε γλιστρήσει στο χαλί και πήγε στην κρεββατοκάμαρα…. 
Άννα Ρεντζεπέρη

Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ




Σηκώθηκε άκεφη από το κρεββάτι, ήπιε δυό τρεις ρουφηξιές από τον χθεσινό καφε και ντύθηκε βιαστικά. Έπρεπε να πληρώσει τον λογαριασμό του τηλεφώνου που έληγε. Ώρες είναι να μου το διακόψουν έλεγε και ξαναέλεγε οδηγώντας μέσα στην κίνηση. Έφτασε στο κεντρικό κατάστημα στην Πατησίων. Πάντα εδώ σ'αυτό το παλιό κτήριο του ΟΤΕ πλήρωνε τους λογαριασμούς της και της έδινε μια αίσθηση οικειότητας  αυτή η σταθερότητα, που αναζητούσε διαρκώς μέσα σε παγωμένα πρόσωπα του αστικού πολιτισμού όπου ανήκε. Είχε μια σταθερότητα αυτή η σχέση. Ο ίδιος ταμίας, το ίδιο περιβάλλον, τα ίδια απελπισμένα και βαριεστημένα πρόσωπα από την πολύωρη αναμονή σ'αυτήν την ατέλειωτη ουρά. Ο ίδιος διάλογος.
 -Πολύ κόσμο έχει σήμερα!
- Αφήστε τα!! Πανικός από το πρωί !
Στάθηκε στο τέλος της ουράς και αφού έστρεψε το βλέμμα της διερευνητικά  γύρω γύρω, σα να ήθελε να εξακριβώσει ότι όλοι ήταν στα γραφεία τους κι εργάζονταν, άρχισε να κοιτάζει αμήχανα τον λογαριασμό του τηλεφώνου.
Λογαριασμοί για όλα! Και οι περισσότεροι απλήρωτοι. Για τους λογαριασμούς της ζωής έλεγε, που έρχονταν πάντα στο τέλος της ζημιάς. Κι έπρεπε να τους πληρώσει μετρητοίς. Όπως μετρητοίς είχε εξαγοράσει την επιτυχία, και την αγάπη.
Οι λογαριασμοί που της έστελνε η ζωή της κάθε τόσο δεν ξεπληρώνονταν εύκολα. Χρειάζονταν πολλά δάκρυα και ξενύχτια μέχρι να βρει τις δανεικές δυνάμεις, να σταθεί στα πόδια της και να ξανασυνεχίσει….
Η σειρά σας… άκουσε μια ανυπόμονη φωνή πίσω της κι ένοιωσε ένα ελαφρύ σκούντηγμα στον ώμο…

ΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ 
ΒΙΝΤΕΟ ΑΝΝΑ ΡΕΝΤΖΕΠΕΡΗ
Όταν όλα μοιάζουν να καταρρέουν γύρω και τίποτα δεν μπορεί να τα συγκρατήσει, όταν δεν υπάρχει χέρι βοηθείας από κανέναν και όλους τους πόνους χρειάζεται να τους αντιμετωπίσω, η θάλασσα είναι εκείνη που προσφέρει παραμυθία, παρηγοριά. Τα κύματα και τα χρώματά της υπόσχονται κόσμους ονειρεμένους, που ακόμη κι αν δεν τους δω ποτέ, μπορώ να ελπίζω ότι κάποτε...ίσως...κάπως ίσως...κάπου....μπορεί να βρω την ευτυχία...